κομπάρσος

κομπάρσος
ο
(λ. ιταλ.)
1. βοηθητικό πρόσωπο θεατρικής παράστασης ή κινηματογραφικής ταινίας.
2. άσημο πρόσωπο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κομπάρσος — Βοηθητικό, συνήθως βουβό, πρόσωπο σε θεατρική παράσταση και σε κινηματογραφική ή τηλεοπτική ταινία. Οι κ. χρησιμοποιήθηκαν σε όλες τις εποχές και σε κάθε θεατρικό είδος. Ενώ στο δραματικό θέατρο ο αριθμός τους ήταν συνήθως περιορισμένος, στο… …   Dictionary of Greek

  • Βαλεντίνο, Ροδόλφο — (Rudolph Valentino, Τάρας, Ιταλία 1895 – Νέα Υόρκη 1926). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του ιταλικής καταγωγής Αμερικανού ηθοποιού του κινηματογράφου Ροντόλφο Τζουλιέλμι (Rodolfo Guglielmi). Μετανάστευσε το 1913 στις HΠΑ, όπου έκανε διάφορα επαγγέλματα… …   Dictionary of Greek

  • Βίντορ, Κινγκ — (King Vidor, Γκάλβεστον, Τέξας 1894 – 1982).Αμερικανός σκηνοθέτης και σεναριογράφος του κινηματογράφου. Ξεκίνησε την καριέρα του ως κομπάρσος και βοηθός οπερατέρ και γύρισε την πρώτη του ταινία το 1919. Είχε επιτυχημένη καριέρα τόσο στον βωβό όσο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”